- ἀποκοπέομαι
- ἀπο-κοπέομαι,A = ἀποκόπτομαι III, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποκοπησαμένη — ἀποκοπέομαι aor part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοπήσεται — ἀποκόπτω cut off fut ind pass 3rd sg ἀποκοπέομαι aor subj mp 3rd sg (epic) ἀποκοπέομαι fut ind mp 3rd sg ἀ̱ποκοπήσεται , ἀποκοπέομαι futperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοπῇ — ἀποκόπτω cut off aor subj pass 3rd sg ἀποκοπέομαι pres subj mp 2nd sg ἀποκοπέομαι pres ind mp 2nd sg ἀποκοπή cutting off fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοπήσεσθαι — ἀποκόπτω cut off fut inf pass ἀποκοπέομαι fut inf mp ἀ̱ποκοπήσεσθαι , ἀποκοπέομαι futperf inf mp (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)